σκληραγωγούμαι

σκληραγωγούμαι
σκληραγωγούμαι, σκληραγωγήθηκα, σκληραγωγημένος βλ. πίν. 74

Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • σκληραγωγώ — σκληραγωγῶ, έω, ΝΑ ανατρέφω κάποιον με τραχύτητα και αυστηρότητα, τόν εθίζω στις ταλαιπωρίες, τόν εξοικειώνω με τις κακουχίες νεοελλ. μέσ. σκληραγωγούμαι, έομαι συνηθίζω τον εαυτό μου στις κακουχίες και στις ταλαιπωρίες αρχ. φρ. «σκληραγωγῶ τὴν… …   Dictionary of Greek

  • σκληρουχούμαι — έομαι, ΜΑ γίνομαι ανθεκτικός στις κακουχίες, σκληραγωγούμαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκληρός + ουχοῦμαι (< οῦχος < ἔχω), πρβλ. κακ ουχῶ] …   Dictionary of Greek

  • χειμασκώ — έω, Α (κυρίως για στρατιώτες) ασκούμαι στις χειμερινές ταλαιπωρίες, σκληραγωγούμαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < χεῖμα (βλ. λ. χειμώνας) + ἀσκῶ (πρβλ. σωμ ασκῶ, φων ασκῶ)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”